- δειλοῖο
- δειλόομαιto be afraidpres opt mp 2nd sgδειλόςcowardlymasc/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ «шесть» и μέτρον «мера») в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… … Википедия
ενηείη — ἐνηείη, η (Α) [ενηής] πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κικλήσκω — (Α) 1. καλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον κοντά μου («κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα, δείπνο κ.λπ. 3. καλώ κάποιον να μέ βοηθήσει, επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου («κικλήσκουσ Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek